- χαμόσπιτο
- τοχαμόγειο, χαμοκέλα: Θα φύγουμε από το χαμόσπιτο αυτό και θα πάμε σε διαμέρισμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χαμόσπιτο — το, Ν χαμηλό και φτωχικό σπιτάκι, χαμοκέλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. χάμω (βλ. και λ. χαμ[αι] ) + σπίτι] … Dictionary of Greek
οικημάτιον — οἰκημάτιον, τὸ (Α) [οίκημα] 1. μικρή κατοικία, μικρό δωμάτιο, καμαρούλα 2. χαμόσπιτο … Dictionary of Greek
χαμ(αι)- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίρρημα χαμαί* και δηλώνει ότι κάτι υπάρχει, βρίσκεται ή γίνεται κάτω, στο έδαφος, καταγής, χαμηλά (πρβλ. χαμαι βάμων, χαμ ερπής), χρησιμοποιήθηκε, όμως, και… … Dictionary of Greek
χαμοκέλα — η, Ν χαμόσπιτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. χάμω (βλ. και λ. χαμ[αι] ) + κελί] … Dictionary of Greek
χαμόγι — και χαμόι και χαμόγειο, το, Ν χαμόσπιτο, χαμοκέλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι) * + γαία / γη, μέσω ενός αμάρτυρου μτγν. επιθ. *χαμαίγαιος, κατ επίδραση τών σύνθ. με α συνθετικό χαμο (πρβλ. ανώ[γ]ι: ανώγειο: ανώγαιον)] … Dictionary of Greek
Ιρλανδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιρλανδίας Έκταση: 70.280 τ. χλμ. Πληθυσμός: 3.883.159 (2002) Πρωτεύουσα: Δουβλίνο (495.102 κάτ. το 2002)Νησιωτικό κράτος της βορειοδυτικής Ευρώπης. Καλύπτει τα πέντε έκτα της έκτασης του ομώνυμου νησιού που… … Dictionary of Greek
χαμοκέλα — η χαμόγειο, άθλιο χαμόσπιτο: Τώρα έχουμε λεφτά και θα φύγουμε απ αυτή τη χαμοκέλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαμό- — και χαμο (από το επίρρ. χάμω, αρχαίο χαμαί), α’ συνθετ. ον. και ρημάτων που σημαίνει ότι το β’ συνθετικό είναι χαμηλό, βρίσκεται κάτω κτλ.: Xαμόμηλο, χαμόσπιτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαμόγι — χαμόγι, το και χαμόι, το χαμόσπιτο, χαμοκέλα: Μένει σ ένα χαμόγι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)